Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ στενοὶ

См. также в других словарях:

  • στένοι — στένοῑ , στένω moan pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοῖ — στενόω straiten pres ind mp 2nd sg στενόω straiten pres opt act 3rd sg στενόω straiten pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοί — στενός narrow masc nom/voc pl στενόω straiten pres subj mp 2nd sg στενόω straiten pres ind mp 2nd sg στενόω straiten pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • στενός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μικρό πλάτος: Οιδρόμοι στην πόλη μας είναι πολύ στενοί. 2. κοντινός: Είναι πολύ στενοί φίλοι ή συγγενείς. – Ανέπτυξαν στενές σχέσεις. 3. φρ., «με τη στενή έννοια», με την κυριολεκτική σημασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

  • έγγιστος — η, ο (AM ἔγγιστος, η, ον) (υπερθ. τού εγγύς) Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά II. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. φρ. «ως έγγιστα» περίπου αρχ. 1. προ ολίγου 2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» οι πολύ στενοί συγγενείς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»